ξετσιπώνομαι

ξετσιπώνομαι
ξετσιπώνομαι, ξετσιπώθηκα βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξετσιπώνομαι — ξετσιπώθηκα, ξετσιπωμένος, γίνομαι αδιάντροπος, χάνω την ντροπή μου, την τσίπα μου: Ξετσιπώθηκε εντελώς και δε λογαριάζει τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετσίπωμα — το [ξετσιπώνομαι] έλλειψη ντροπής, αναίδεια, αναισχυντία, ξετσιπωσιά …   Dictionary of Greek

  • ξετσιπώνω — 1. αφαιρώ την τσίπα, την πέτσα, την κρούστα 2. (το παθ.) ξετσιπώνομαι χάνω την τσίπα μου, χάνω την ντροπή μου, γίνομαι αναίσχυντος, αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + τσίπα «πέτσα, ντροπή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”